επαναλαβαίνω
Look at other dictionaries:
επαναλαμβάνω — και επαναλαβαίνω (Α ἐπαναλαμβάνω, Μ και ἐπαναλαβαίνω) 1. λέω ή κάνω κάτι για μια ακόμη φορά («τό επανέλαβα τρεις φορές ώσπου να τό καταλάβει») 2. λέω ή κάνω αυτό που είπε ή έκανε κάποιος άλλος, ξαναλέω, ξανακάνω νεοελλ. διαβάζω πολλές φορές ένα… … Dictionary of Greek